- μέσμα
- μέσμα, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μέστωμα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μέδμα ή Μέσμα — Αρχαία ελληνική αποικία των Επιζεφύριων Λοκρών στη δυτική Ιταλία. Χτίστηκε στη θέση που βρίσκεται σήμερα η πόλη Μεσίνα. Έγινε ανεξάρτητη το 422 π.Χ. και είχε δικό της νόμισμα. Το λιμάνι της ονομαζόταν Εμπόριον. Η Μ. καταστράφηκε τον 3ο αι. π.Χ.,… … Dictionary of Greek
Medma — If you are looking for software/IT company Medma then go to their official website www.medma.net Medma or Mesma (Greek: Μέδμη, Steph. B.; Μέδμα, Strabo, Scymn. Ch.; but Μέσμα on coins, and so Apollodorus, cited by Steph. B.; Scylax has Μέσα,… … Wikipedia